- γινόμεναι
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres part mp fem nom/voc pl (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φαύσιγξ — αύσιγγος, και φαύστιξ, ιγγος, ἡ, Α 1. φουσκάλα από έγκαυμα και, γενικά, κάθε είδους φλύκταινα ή εξόγκωμα τού δέρματος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φαύσιγγες, αἱ ἐν ταῑς πτέρναις γινόμεναι ῥαγάδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία πρέπει να συνδεθεί … Dictionary of Greek
γινόμεν' — γινόμενα , γίγνομαι come into a new state of being pres part mp neut nom/voc/acc pl (ionic) γινόμενε , γίγνομαι come into a new state of being pres part mp masc voc sg (ionic) γινόμεναι , γίγνομαι come into a new state of being pres part mp fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)